ηδυχαρης

ηδυχαρης
    ἡδυχαρής
    ἡδῠ-χᾰρής
    2
    чрезвычайно приятный, радостный
    

(κόπος Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ηδυχαρης" в других словарях:

  • ηδυχαρής — ἡδυχαρής, ές (Α) περιχαρής, γεμάτος χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + χαρής (< χάρος, το), πρβλ. αιμο χαρής, περι χαρής] …   Dictionary of Greek

  • ἡδυχαρής — sweetly joyous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόπομπος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Βασιλιάς της Σπάρτης (720 675 π.Χ.). Ήταν γιος του Νίκανδρου, από το γένος των Ευρυπωντιδών. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του σημειώθηκαν σοβαρά πολεμικά γεγονότα και σημαντικές μεταβολές στο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»